- επαφή
- η (AM ἐπαφή)αφή, ψηλάφηση, άγγιγμα («τυφλοῑς τὸ βλέπειν τῇ σῇ ἐπαφῇ θείᾳ δέδοται», Μηναία)νεοελλ.1. πρώτη συνάντηση με σκοπό στενότερες σχέσεις ή έναρξη διαπραγματεύσεων («ἡλθα σε επαφή με τους υπευθύνους τού περιοδικού»)2. σχέση, συνάφεια («δεν έχω επαφή μαζί του»)3. γεωλ. η επιφάνεια σύνδεσης δύο γεωλογικών σχηματισμών4. (ηλεκτρ.) α) σημείο ή περιοχή κατά την οποία δύο αγώγιμα σώματα ενώνονται έτσι ώστε να αποκαθίσταται μεταξύ τους ηλεκτρικά αγώγιμη σύνδεσηβ) το σύστημα δύο ή περισσότερων αγωγών που βρίσκονται μόνιμα, περιοδικά ή στιγμιαία σε ηλεκτρικά αγώγιμη σύνδεση, καθώς και η λειτουργία που αποκαθιστά τη σύνδεση αυτή5. μαθ. επαφή σε ένα σημείο έχουν δύο καμπύλες ή δύο επιφάνειες ή μία καμπύλη και μία επιφάνεια, όταν στο σημείο αυτό οι εφαπτόμενες ή τα εφαπτόμενα επίπεδα ταυτίζονται ή, στην τελευταία περίπτωση, η εφαπτομένη τής καμπύλης ανήκει στο εφαπτόμενο επίπεδο τής επιφάνειας6. στρ. η προσέγγιση προς τον εχθρό ο οποίος κινείται ή σταθμεύει7. (ψυχολ.) γενικά, η αμοιβαία προσέγγιση τού εσωτερικού κόσμου δύο ή περισσότερων ατόμωναρχ.1. τρόπος ψαύσεως ή κρούσεως τών χορδών μουσικών οργάνων2. η αίσθηση τής αφής3. αντίληψη, νόηση («ἡ τοῡ ἀγαθοῡ εἴτε γνῶσις εἴτε ἐπαφή», Επίκ.)4. αυστηρή μεταχείριση, τιμωρία («ἐπαφῆς δὲ καὶ νουθεσίας», Πλούτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αφή (< άπτομαι «εγγίζω»)].
Dictionary of Greek. 2013.